άδεια

άδεια
Η ελευθερία να κάνει κανείς ό,τι θέλει· έγγραφο παροχής ελεύθερης ενέργειας σε ορισμένο ζήτημα (π.χ. ά. γάμου)· ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος και, στα αρχαία ελληνικά, αφοβία, ασφάλεια και αμνηστία. ά. απόπλου. Η ά. για την αναχώρηση ενός πλοίου από τις λιμενικές αρχές. ά. γάμου. Η ά. του επισκόπου για την τέλεση γάμου. ά. επαγγέλματος. Η ά. για την εξάσκηση επαγγέλματος. ά. εργασίας. Η ά. που δικαιούνται οι εργαζόμενοι, ανάλογα προς τον χρόνο υπηρεσίας τους ή τους όρους εργασίας για ψυχαγωγία και ανάπαυση. Επίσης, η α. που εξασφαλίζει κάποιος για να εργαστεί (συνήθως μετανάστης σε ξένο κράτος). ά. ποινικής δίωξης. Η ά. που απαιτείται από κάποια αρχή για να ασκηθεί ποινική δίωξη.
* * *
(I)
ἄδεια, η (Μ) [ἀδεής (ΙΙ)] αφθονία.
————————
(II)
η (Α ἄδεια) (Ν και αδειά)
1. παροχή ελευθερίας σε κάποιον να κάνει ή να πει κάτι, συγκατάθεση, συναίνεση
2. φρ. «ποιητική άδεια», φραστική παρέκκλιση τού ποιητικού λόγου από τα καθιερωμένα στον πεζό λόγο, η οποία επιτρέπεται στους ποιητές λόγω μετρικής ή άλλης ανάγκης (στα νεοελλ. συνήθως στη φρ. «ποιητική αδεία»)
μσν.- νεοελλ.
ευχέρεια χρόνου, διαθέσιμος χρόνος, ευκαιρία
νεοελλ.
1. παροχή δικαιώματος σε κάποιον για την εκτέλεση ή μη εκτέλεση μιας πράξης από την εκάστοτε αρμόδια αρχή
2. το έγγραφο με το οποίο χορηγείται αυτό το δικαίωμα
3. δικαίωμα απουσίας
4. κενός χώρος, ευρυχωρία, «άπλα»
αρχ.-μσν.
άνεση, ευκολία
αρχ.
1. έλλειψη φόβου, απελευθέρωση από τον φόβο, αφοβία
2. ασφάλεια, σιγουριά
3. αμνηστία
4. φρ. «ἄδεια γῆς», ασφαλής κατοικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδεής. Ενδιαφέρουσα είναι η σημασιολογική εξέλιξη τής λ. από την (αρχική-ετυμολογική) σημασία «αφοβία, έλλειψη φόβου —ασφάλεια, σιγουριά» (< ἀδεὴς < δέος «φόβος») στη νεώτερη σημασία τής άδειας, δηλ. στη σημ. τού «επιτρεπόμενου, τής παροχής ορισμένου δικαιώματος (ενεργείας, χρήσεως, απουσίας κ.λπ.)». Η εξέλιξη αυτή, που είναι ήδη αρχαία, σημειώνει το πέρασμα τής γενικής σημ. τών λέξεων τής οικογένειας τών δείδω, δέος, ἀδεὴς κ.λπ. από τον χώρο τού συναισθήματος («φόβος») σε μια αντικειμενικότερη, πιο συγκεκριμένη έννοια (εξασφάλιση δικαιώματος για συγκεκριμένη ενέργεια), εξέλιξη που δεν είναι άσχετη με την παλιότερη αρχαία χρήση τής λέξεως στη δικανική γλώσσα.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αδειάζω
νεοελλ.
αδειούχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀδεία — ἀδείᾱ , ἄδεια freedom from fear fem nom/voc/acc dual ἀδείᾱ , ἄδεια freedom from fear fem nom/voc/acc dual ἀδείᾱ , ἄδεια freedom from fear fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδείᾳ — ἀδείᾱͅ , ἄδεια freedom from fear fem dat sg (attic doric aeolic) ἀδείᾱͅ , ἄδεια freedom from fear fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄδεια — freedom from fear fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδεια — η 1. συγκατάθεση που δίνεται σε κάποιον για κάτι: Έχεις την άδεια να έρχεσαι όποτε θέλεις στο σπίτι μου. 2. δικαίωμα που δίνεται από κάποια αρχή για οποιοδήποτε σκοπό: Είναι ξένος, αλλά πήρε άδεια εργασίας στη χώρα μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδειά — η 1. διαθέσιμος χρόνος, ευκαιρία: Μακάρι να είχα αδειά σήμερα! 2. διαθέσιμος χώρος, ευρυχωρία: Δεν έχουμε αδειά στο σπίτι για να σας κρατήσουμε να κοιμηθείτε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁδεῖα — ἁ̱δεῖα , ἡδύς pleasant fem nom/voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁδείᾳ — ἁ̱δείᾱͅ , ἡδύς pleasant fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοικητική άδεια — Πράξη της διοίκησης με την οποία επιτρέπεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, η άρση της απαγόρευσης άσκησης δικαιώματος. Η δ.ά. δεν δημιουργεί συνεπώς νέα δικαιώματα, αλλά αποτελεί πράξη όρο για την άσκηση ενός δικαιώματος, που αναφέρεται συνήθως σε… …   Dictionary of Greek

  • ἀδείας — ἀδείᾱς , ἄδεια freedom from fear fem acc pl ἀδείᾱς , ἄδεια freedom from fear fem gen sg (attic doric aeolic) ἀδείᾱς , ἄδεια freedom from fear fem acc pl ἀδείᾱς , ἄδεια freedom from fear fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδείαι — ἀδείᾱͅ , ἄδεια freedom from fear fem dat sg (attic doric aeolic) ἀδείᾱͅ , ἄδεια freedom from fear fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”